- αιπολος
- αἰπόλοςαἰ-πόλοςдор. (in crasi) ᾡπόλος ὅ козопас Hom., Plat., Theocr., Men., Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αιπόλος — αἰπόλος, ο (Α) 1. αιγοβοσκός, γιδοβοσκός 2. στον Ησύχιο «αἰπόλος κάπηλος» η σημ. «κάπηλος» είτε αποτελεί εσφαλμένη ερμηνεία τού ομηρ. χωρίου ρ 247 (Leumann) είτε, το πιθανότερο (Latte), αποτελεί παρανάγνωση τού ἀί πολος (= ἀεί πολος) που θα… … Dictionary of Greek
αἰπόλος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπόλοις — αἴπολος goatherd masc dat pl αἰπόλος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπόλου — αἴπολος goatherd masc gen sg αἰπόλος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπόλους — αἴπολος goatherd masc acc pl αἰπόλος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπόλων — αἴπολος goatherd masc gen pl αἰπόλος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπόλῳ — αἴπολος goatherd masc dat sg αἰπόλος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπόλε — αἰπόλος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπόλοι — αἰπόλος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰπόλον — αἰπόλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴπολε — αἴπολος goatherd masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)